ἐξαποπέμπω
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
send quite away, Tz.H.3.887.
Spanish (DGE)
despedir definitivamente τοῦτον Tz.H.3.890.
German (Pape)
[Seite 871] u. ἐξαποπνέω, verstärkt für ἀποπέμπω, ἀποπνέω, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαποπέμπω: ἀποπέμπω ὅλως δι’ ὅλου, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 56.
Greek Monolingual
ἐξαποπέμπω (Μ)
αποπέμπω βιαίως, διώχνω εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αποπέμπω «διώχνω»].