εξισορροπώ

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

-έω
1. φέρνω ισορροπία
2. προβαίνω στην εργασία της εξισορρόπησης ενός κινητήρα, μιας μηχανής, ενός οργάνου κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισο-ρροπώ (< ίσος + ροπή)].