ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
ο (AM ἐπιδρομεύς)αυτός που επιχειρεί επιδρομή για λεηλασία ή κατάκτηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομ-εύς (< δρόμος)].