επιδρομέας

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116

Greek Monolingual

ο (AM ἐπιδρομεύς)
αυτός που επιχειρεί επιδρομή για λεηλασία ή κατάκτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομ-εύς (< δρόμος)].