επιχορήγηση

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source

Greek Monolingual

η
1. πρόσθετη, ειδική οικονομική ενίσχυση
2. χρηματική ενίσχυση που παρέχεται εφάπαξ ή σε τακτές περιόδους σε ιδρύματα ή πρόσωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τ. επιχορήγησις μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοεληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].