ενίσχυση
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
Greek Monolingual
η (Μ ἐνίσχυσις) ενισχύω
βοήθεια, βοήθημα, ισχυροποίηση, ενδυνάμωμα
νεοελλ.
1. στήριγμα, υποστήριγμα («η στέγη χρειάζεται ενίσχυση»)
2. πρόσθετη αποστολή βοηθητικού σώματος στρατού
3. συνεκδ. τμήμα στρατού που ακολουθεί σε μικρή απόσταση τη γραμμή μάχης για να μετάσχει σε αυτήν αν χρειαστεί
4. η αύξηση ηλεκτρικής τάσης ή έντασης ηλεκτρικού ρεύματος που γίνεται με συσκευή η οποία ονομάζεται ενισχυτής.