ενίσχυση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Μ ἐνίσχυσις) ενισχύω
βοήθεια, βοήθημα, ισχυροποίηση, ενδυνάμωμα
νεοελλ.
1. στήριγμα, υποστήριγμα («η στέγη χρειάζεται ενίσχυση»)
2. πρόσθετη αποστολή βοηθητικού σώματος στρατού
3. συνεκδ. τμήμα στρατού που ακολουθεί σε μικρή απόσταση τη γραμμή μάχης για να μετάσχει σε αυτήν αν χρειαστεί
4. η αύξηση ηλεκτρικής τάσης ή έντασης ηλεκτρικού ρεύματος που γίνεται με συσκευή η οποία ονομάζεται ενισχυτής.