ενίσχυση
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
η (Μ ἐνίσχυσις) ενισχύω
βοήθεια, βοήθημα, ισχυροποίηση, ενδυνάμωμα
νεοελλ.
1. στήριγμα, υποστήριγμα («η στέγη χρειάζεται ενίσχυση»)
2. πρόσθετη αποστολή βοηθητικού σώματος στρατού
3. συνεκδ. τμήμα στρατού που ακολουθεί σε μικρή απόσταση τη γραμμή μάχης για να μετάσχει σε αυτήν αν χρειαστεί
4. η αύξηση ηλεκτρικής τάσης ή έντασης ηλεκτρικού ρεύματος που γίνεται με συσκευή η οποία ονομάζεται ενισχυτής.