εργαστήρι
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
Greek Monolingual
και αργαστήρι, το
1. εργαστήριο, όπου εργάζονται ομαδικά τεχνίτες ή εργάτες
2. το εργαστήριο γλύπτη, ζωγράφου, τεχνίτη κ.λπ.