εργαστήρι
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
Greek Monolingual
και αργαστήρι, το
1. εργαστήριο, όπου εργάζονται ομαδικά τεχνίτες ή εργάτες
2. το εργαστήριο γλύπτη, ζωγράφου, τεχνίτη κ.λπ.