ηλιοκόμας

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362

Greek Monolingual

ἡλιοκόμας, ό (Μ)
αυτός του οποίου τα μαλλιά είναι λαμπερά σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -κόμας (< κόμη), πρβλ. κηπο-κόμας, στραβαλο-κόμας].