ηλοκοπώ
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
ἡλοκοπῶ, -έω (Α) ηλοκόπος
1. κατασκευάζω καρφιά
2. φρ. «ὑποδήματα ἡλοκεκοπημένα» — υποδήματα που έχουν στο πέλμα καρφιά (Γαλ.).