ηλοκοπώ
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
ἡλοκοπῶ, -έω (Α) ηλοκόπος
1. κατασκευάζω καρφιά
2. φρ. «ὑποδήματα ἡλοκεκοπημένα» — υποδήματα που έχουν στο πέλμα καρφιά (Γαλ.).