ηλοκοπικός

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

ἡλοκοπικός, -ή, -όν (Α) ηλοκόπος
φρ. «ἡλοκοπική τέχνη» — η τέχνη του κατασκευαστή καρφιών, η τέχνη του ηλοκόπου.