ημιρρομβιαίος
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
Greek Monolingual
ἡμιρρομβιαῑος, -αία, -ον (Α) ημιρρόμβιο
αυτός που μοιάζει με ημιρρόμβιο ή έχει σχήμα ημιρρομβίου.
ἡμιρρομβιαῑος, -αία, -ον (Α) ημιρρόμβιο
αυτός που μοιάζει με ημιρρόμβιο ή έχει σχήμα ημιρρομβίου.