ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
θρηνολογία: ἡ, τὸ θρηνολογεῖν, ὡς καὶ νῦν, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 409. 3, ἔκδ. Λ.
ἡ (Μ θρηνολογία) θρηνολογώο θρήνος, το μοιρολόι.