θυραυλικός
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
German (Pape)
[Seite 1227] ή, όν, das vor der Thür Bleiben betreffend, Philostr. ep. 53.
Greek (Liddell-Scott)
θῠραυλικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς θυραυλίαν, Φιλόστρ. 940.
Greek Monolingual
θυραυλικός, -ή, -όν (Α) θύραυλος
αυτός που αναφέρεται στη θυραυλία.