ιερογλυφικός
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ιερογλυφικός, -ή, όν) ιερογλύφος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερογλύφο, αυτός που αναπαριστάνεται με συμβολικές εικόνες («ιερογλυφική γραφή»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερογλυφικά (ενν. γράμματα)
τα συμβολικά σημεία της εικονικής γραφής τών αρχαίων Αιγυπτίων
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δυσανάγνωστα ή δυσνόητα κείμενα ή γράμματα.
επίρρ...
ιερογλυφικώς και -ά (Α ἱερογλυφικῶς)
με ιερογλυφικό τρόπο.