ιδιοσύστατος

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιοσύστατος, -ον)
1. αυτός που υπάρχει αφ' εαυτού, αυτός που δημιουργήθηκε μόνος του, που έχει δική του ιδιαίτερη σύσταση
νεοελλ.
αυτός που συστήνεται μόνος του.
επίρρ...
ἰδιοσυστάτως (ΑΜ)
με δική του υπόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -συστατος (< συνίστημι), πρβλ. μονο-σύστατος, νεο-σύστατος].