ιματοκλέπτης
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
ἱματοκλέπτης, ὁ (Α)
ο κλέφτης ρούχων.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
ἱματοκλέπτης, ὁ (Α)
ο κλέφτης ρούχων.