κλέφτης

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

ο, θηλ. κλέφτρα και κλέπτρια (AM κλέπτης, θηλ. κλέπτρια, Μ θηλ. και κλέφτρα, Α θηλ. και κλέπτις, -ιδος)
αυτός που κλέβει, που αφαιρεί κρυφά κάτι το οποίο ανήκει σε άλλον (κατ' αντίθεση προς τον άρπαγα, που αφαιρεί φανερά) (α. «ασφάλισε τα παράθυρα μην μπούνε κλέφτες» β. «τὸν πυρὸς κλέπτην λέγω», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. (κατά την τουρκοκρατία) μέλος τών ελληνικών επαναστατικών ομάδων που ζούσαν και πολεμούσαν στα βουνά της Ελλάδας κατά τών Τούρκων
2. βοτ. κοινή ονομασία σπερμάτων φυτού που είναι εφοδιασμένα με λεπτά λευκά μεταξώδη νημάτια, χάρη στα οποία μπορούν να πετούν και να μεταφέρονται σε μεγάλη απόσταση
3. ένα εξάρτημα του υφαντουργικού ιστού, του αργαλειού
4. φρ. α) «μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα» — το μέλλον του απατεώνα είναι πολύ μικρό
β) «κλέφτες και αστυνόμοι» — ονομασία παιχνιδιού κατά το οποίο τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες και καταδιώκει η μία την άλλη
5. παροιμ. «φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης» — γι' αυτούς που επιρρίπτουν τις δικές τους ευθύνες σε εκείνους τους οποίους οι ίδιοι ζημίωσαν
μσν.
1. (για τον κόσμο) απατηλός
2. ληστής
3. απαγωγέας
αρχ.
1. πανούργος, δόλιος («κακῶν ἀλλοτρίων κλέπτης», Δημοσθ.)
2. φρ. «ὁ τοῦ κλέπτου λόγος» — λογικό σόφισμα (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κλέπτης < κλέπτω. Οι μσν. και νεοελλ. τ. (κλέφτης) με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. κοπτήρ - κοφτήρας).
ΠΑΡ. κλεπτικός
αρχ.
κλεπτάριον, κλεπτίδης, κλεπτίσκος, κλεπτοσύνη
μσν.
κλεπτίζομαι
νεοελλ.
κλέφταρος, κλεφτιά, κλέφτικος, κλεφτόπουλο, κλεφτουριά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ.-μσν. κλεπτέλεγχος, κλεπτομάστιξ, κλεπτοτόκος
μσν.
κλεπτοάγιος
νεοελλ.
κλεφτοκάραβο, κλεφτοκοτάς, κλεφτοπολέμαρχος, κλεφτοπόλεμος, κλεφτότοπος, κλεφτοφάναρο. (Β' συνθετικό) α) -κλέπτης: μικροκλέπτης, ορνιθοκλέπτης, παιδοκλέπτης, ψηφοκλέπτης
αρχ.
ανδραποδοκλέπτης, ασημοκλέπτης, βαλαντιοκλέπτης, ζωστηροκλέπτης, ημεροκλέπτης, ιματιοκλέπτης, κηριοκλέπτης, λαμπτηροκλέπτης, μωροκλέπτης, νυκτικλέπτης, οφθαλμοκλέπτης, παγκλέπτης, πορφυροκλέπτης, ποτηριοκλέπτης, συγκλέπτης
νεοελλ.
αιγοκλέπτης, ζωοκλέπτης, νυκτοκλέπτης, ποιμνιοκλέπτης, φοροκλέπτης, χαρτοκλέπτης. β) -κλέφτης: νεοελλ. αλογοκλέφτης, αρχικλέφτης, γιδοκλέφτης, καντηλοκλέφτης, καρδιοκλέφτης, κατοικοκλέφτης, μικροκλέφτης, ορνιθοκλέφτης, πρωτοκλέφτης, χαρτοκλέφτης].

Translations

thief

Abkhaz: аӷьычҩы; Afrikaans: dief; Albanian: vjedhës; Amharic: ሌባ; Arabic: لِصّ‎, سَارِق‎, سَارِقَة‎; Egyptian Arabic: حرامي‎; Gulf Arabic: بايك‎; Hijazi Arabic: حرامي‎; Moroccan Arabic: سراق‎, شفار‎; Aragonese: furtaire; Archi: цӏогьор; Armenian: գող; Aromanian: fur, furcudar, haramiu, chisãgi, caceac; Assamese: চোৰ; Asturian: lladrón; Avar: цӏогьор; Azerbaijani: oğru; Baluchi: دز‎; Bashkir: бур, уғры, ҡараҡ; Basque: lapur, ebasle; Belarusian: злодзей, зладзейка; Bengali: চোর; Bikol Central: paraikit; Breton: laer; Bulgarian: крадец; Burmese: သူခိုး; Catalan: lladre; Cebuano: kawatan; Chamicuro: ma'koleti; Chechen: къу; Cherokee: ᎦᏃᏍᎩᏍᎩ; Chichewa: wakuba; Chinese Cantonese: 賊, 贼; Dungan: зый, вэзый; Hakka: 賊仔; Mandarin: 賊, 贼, 盜賊, 盗贼, 小偷, 宵小, 竊賊, 窃贼; Min Nan: 賊仔, 贼仔, 勍仔; Chuvash: вăрă; Cimbrian: diip; Corsican: latru; Czech: zloděj, zlodějka; Danish: tyv, tyveknægt; Dutch: dief, dievegge, gannef; Esperanto: ŝtelisto; Estonian: varas; Ewe: fiafi, fiafitɔ; Faroese: tjóvur; Finnish: varas, voro, ryöväri, rosvo; Franco-Provençal: lârro; French: voleur, voleuse; Friulian: lari; Galician: ladrón, lespio, galafate, ladroeiro, gallofo, regatiñeiro, surpón; Georgian: ქურდი; German: Dieb, Diebin; Gothic: 𐌷𐌻𐌹𐍆𐍄𐌿𐍃, 𐌸𐌹𐌿𐍆𐍃; Greek: κλέφτης; Ancient Greek: ἀποφώρ, ἁρπακτήρ, ἁρπακτής, δραξών, κακοῦργος, κλέπτης, κλέψ, κλοπεύς, κλοπός, κλώψ, λᾳστής, ληιστήρ, ληϊστής, λῃστήρ, λῃστής, λωποδύτης, μονοβαίας, φηλήτης, φιλήτης, φώρ; Gujarati: દસ્યુ; Hebrew: גַּנָּב‎; Latin: ladrón; Latin: ladhron; Hiligaynon: kawatan; Hindi: चोर; Hungarian: tolvaj; Icelandic: þjófur; Ido: furtanto; Indonesian: pencuri; Ingush: къу; Irish: gadaí; Istriot: laro; Italian: ladro, ladra, ladruncolo, borsaiolo, scippatore, mariolo, taccheggiatore, malandrino, borseggiatore; Japanese: 泥棒, 盗賊, 窃盗; Javanese: maling, bajingan; Kalmyk: хулхач; Kannada: ಕಳ್ಳ; Kazakh: ұры; Khmer: ចោរ; Kikuyu: mũici Komi-Permyak: гусь; Korean: 도둑; Kurdish Central Kurdish: دز‎; Northern Kurdish: diz; Kyrgyz: ууру; Ladin: lère; Ladino Hebrew: לאד׳רון‎; Lao: ກະໂມຽ, ຂະໂມຍ, ໂຈນ; Latin: fur, latro; Latvian: zaglis, zagle; Laz: mamxire; Lezgi: угъри; Lithuanian: vagis; Livonian: salāj; Lombard: lader; Low German: Deef; Frisian North Frisian: tiif; Luxembourgish: Déif; Macedonian: крадец, арамија; Malagasy: kary, fangalarina; Malay: pencuri; Malayalam: കള്ളൻ, മോഷ്ടാവ്; Maltese: ħalliel; Maori: kaiā, tāhae, whānako; Mapudungun: weñefe; Marathi: चोर; Mirandese: lhadron; Mongolian: хулгайч, хулгай; Mwani: mwivi; Nanai: чово; Navajo: aniʼįįhii; Neapolitan: mariuólo, mariunciéllo, ferraiuólo, màneco 'ancino; Nepali: चोर; Ngazidja Comorian: mwidzi; Norman: voleux; Norwegian Bokmål: tyv, tjuv; Nynorsk: tjuv; Occitan: raubaire, raubaira; Ojibwe: gimoodishk; Old Church Slavonic: татъ; Old Norse: þjófr; Oriya: ଚୋର; Oromo: hattuu; Pashto: غل‎; Persian: دزد‎; Phoenician: 𐤀𐤂𐤓𐤃‎; Piedmontese: làder; Polish: złodziej, złodziejka, kradziej; Portuguese: ladrão, ladra; Punjabi: ਚੋਰ; Quechua: suwa; Rohingya: sur; Romani: ćor; Romanian: hoț, hoață; Romansch: lader, leder; Russian: вор, воровка, ворюга, воришка; Sanskrit: चोर, चोरी; Scottish Gaelic: mèirleach; Serbo-Croatian Cyrillic: лопов, тат, крадљивац; Roman: lopov, tat, kradljivac; Sicilian: latru, latruni, larruni; Sidamo: mooraancho; Sinhalese: හොරා; Slovak: zlodej, zlodejka; Slovene: tat; Somali: tuug; Sorbian Lower Sorbian: złoźej; Upper Sorbian: paduch; Spanish: ladrón, caco, chorizo, mangante, amigo de lo ajeno; Sundanese: maling; Svan: ქუ̂ით; Swahili: mwizi, mnyang'anyi; Swedish: tjuv; Tabasaran: угъри; Tagalog: magnanakaw; Tajik: дузд; Talysh: دزد‎; Tamil: திருடன்; Taos: tràmpi'ína; Tatar: карак; Telugu: దొంగ; Thai: ขโมย, โจร; Tibetan: རྐུ་མ; Tocharian B: lyak; Turkish: hırsız, uğru; kuldur, karak; Turkmen: ogry; Tuvan: оор; Ukrainian: злодій, злодійка; Urdu: چور‎; Uyghur: ئوغرى‎; Uzbek: oʻgʻri; Venetian: laro, ladro, ladron; Vietnamese: kẻ trộm, kẻ cắp, ăn trộm; Vilamovian: dīb; Volapük: tifan, hitifan, jitifan; Walloon: voleu, voleuse, volresse; Waray-Waray: buyon; Welsh: lleidr, lladron; Westrobothnian: tjyv; Yiddish: גנבֿ‎, גנבֿטע‎; Yucatec Maya: ookol; Zazaki: tırıter, xırxız