ιπποδρόμος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Greek Monolingual
ἱπποδρόμος, ὁ (Α)
ελαφρό ιππικό («ἱπποδρόμοι ψιλοί», Ηρόδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματο-δρόμος, βοη-δρόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργητική σημασία, εν αντιθέσει προς την «περιγραφική» σημασία του προπαροξύτονου ιππόδρομος].