φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
ἱππάσιον, το (Μ)υποκορ. του ίππος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -άσιον (πρβλ. κορ-άσιον, λοιβ-άσιον)].