ινοκυστικός

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ινώδους ιστού και κυστικών σχηματισμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. αγγλ. fibrocystic < fibro- < fiber «ίνα» + cystic (πρβλ. κυστικός)].