ισχιαλγικός
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἰσχιαλγικός, -ή, -όν) ισχιαλγία
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ισχιαλγία
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισχιαλγία («ισχιαλγικός πόνος»).