ισχιαλγικός

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰσχιαλγικός, -ή, -όν) ισχιαλγία
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ισχιαλγία
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισχιαλγίαισχιαλγικός πόνος»).