κακόπνους
From LSJ
Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück
Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück
κακόπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που αναπνέει με δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πνους (< πνοή < πνέω), πρβλ. βραδύ-πνους, ηδύ-πνους].