καλλιά

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131

Greek Monolingual

και κάλλια και κάλλιοκάλλια και καλλιά και καλλέα)
(συγκρ. βαθμός του επίρρ. καλά, από τον συγκρ. βαθμό του επιθ. κάλλιος)
1. καλύτερα
2. περισσότερο
3. φρ. α) «κάλλια έχω» — προτιμώ
β) «για (τα) καλλιά μου, σου, του» κλπ.
για το καλό μου, σου, του κ.λπ.