καλλιά

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

και κάλλια και κάλλιοκάλλια και καλλιά και καλλέα)
(συγκρ. βαθμός του επίρρ. καλά, από τον συγκρ. βαθμό του επιθ. κάλλιος)
1. καλύτερα
2. περισσότερο
3. φρ. α) «κάλλια έχω» — προτιμώ
β) «για (τα) καλλιά μου, σου, του» κλπ.
για το καλό μου, σου, του κ.λπ.