Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλλιά

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

και κάλλια και κάλλιοκάλλια και καλλιά και καλλέα)
(συγκρ. βαθμός του επίρρ. καλά, από τον συγκρ. βαθμό του επιθ. κάλλιος)
1. καλύτερα
2. περισσότερο
3. φρ. α) «κάλλια έχω» — προτιμώ
β) «για (τα) καλλιά μου, σου, του» κλπ.
για το καλό μου, σου, του κ.λπ.