καλοκαμωμένος
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Greek Monolingual
-η, -ο
βλ. καλοκαμώνομαι.
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
-η, -ο
βλ. καλοκαμώνομαι.