οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
-η, -ο(για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) αυτός που γεννά εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλογεννώ. Βλ. και καλογέννητος].