θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
τοχρηματικό κεφάλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capitale < λατ. capitalis (< θ. capit- του τ. caput «κεφάλι»].