κεφάλαιο
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
Greek Monolingual
το (ΑΜ κεφάλαιον, Μ και κεφάλαιο και κεφάλιο) κεφαλή
1. χρηματικό ποσό για επιχείρηση ή ποσό που προέρχετα από δάνειο, σε αντιδιαστολή με το εισόδημα και τον τόκο (α. «χρειαζόμαστε ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο για να ορθοποδήσουμε» β. «τῆς ἐμῆς οὐσίας... ὅλον τὸ κεφάλαιον ἀνῃρήκασιν», Δημοσθ.)
2. το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που έχει κάποιος και τα οποία αποφέρουν εισόδημα με δανεισμό, ενοικίαση ή επένδυση (α. «το κεφάλαιο της εταιρείας ανέρχεται σε τρία δισεκατομμύρια» β. «τοῦτο το κεφάλαιόν ἐστιν ὀκτώ μυριάδες δραχμῶν», Πλούτ.)
3. καθεμιά από τις ενότητες στις οποίες είναι διαιρεμένο ένα βιβλίο, ένα υπόμνημα, μια πραγματεία, μια ομιλία κ.λπ.
νεοελλ.
1. το σύνολο των κεφαλαιούχων («το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται τους εργάτες»)
2. (κοινων.-οικον.) α) (με ευρεία έννοια) όλοι οι συντελεστές της παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή όλα τα αγαθά, υλικά και άυλα, και ο ανθρώπινος παράγων
β) (με στενή έννοια) το χρήμα και τα κεφαλαιουχικά αγαθά
γ) (σύμφωνα με τη μαρξιστική ορολογία), η αξία —ή, στην ουσία, η κοινωνική σχέση— η οποία με την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας αποφέρει υπεραξία
3. (μτφ) (για πρόσ.) άτομο το οποίο έχει αξία ή δύναμη ωφέλιμη ή τιμητική για το σύνολο («ο Χ. αποτελεί μεγάλο εθνικό κεφάλαιο»)
4. φρ. «Το Κεφάλαιο» — τίτλος κορυφαίου έργου του Καρλ Μαρξ
μσν.
1. (για πόλη) πρωτεύουσα
2. υπεροχή, κυριαρχία
3. σημαντική λεπτομέρεια
4. φρ. «εἰς τὸ κεφάλιο» — εξ ολοκλήρου
μσν.-αρχ.
1. το κυριότερο, το σπουδαιότερο μέρος ενός πράγματος («κεφάλαιον δὴ παιδείας λέγομεν τὴν ὀρθὴν τροφήν», Πλάτ.)
2. μτφ. η κεφαλή, ο αρχηγός, ο πρώτος (α. «διά τὸ ἔνι κάστρον φοβερόν, τὸ κάλλιον τῆς Ρωμανίας, καὶ ἔνι τὸ κεφάλαιον, ὅπερ γὰρ ἀφεντεύει ὅλην τὴν Πελοπόννησον», Χρον. Mop.
β. «τὸν Θαλῆν τῶν σοφῶν τὸ κεφάλαιον», Ιουλ.)
αρχ.
1. (κυρίως για ψάρι), το κεφάλι ή τα γύρω από το κεφάλι μέρη, («θύννου τε κεφάλαιον τοδί», Καλλί.)
2. η ρίζα του ραπανιού, το ραπάνι
3. ανακεφαλαίωση, περίληψη, ανασκόπηση
4. τα σπουδαιότερα μέρη μιας συγγραφής («τὰ κεφάλαια συγγράφων Εὐριπίδῃ», Αντιφάν.)
5. η κορωνίδα, η συμπλήρωση κάθε πράγματος
6. φρ. α) «ἐν κεφαλαίῳ» ή «ἐν κεφαλαίοις» ή «ἐπὶ κεφαλαίου» ή «ἐπί κεφαλαίοις» — περιληπτικά, σε ανακεφαλαίωση («λέγειν εἰμί ἕτοιμος... μὴ μόνον ἐν κεφαλαίοις», Πλάτ.)
7. (ρητορ.) η περίληψη επιχειρήματος.