καταδράχνω
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
Greek Monolingual
καταδράχνω (Μ)
αρπάζω, συλλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀδράχνω].
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
καταδράχνω (Μ)
αρπάζω, συλλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀδράχνω].