καταδράχνω

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

καταδράχνω (Μ)
αρπάζω, συλλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀδράχνω].