καταδράχνω
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
Greek Monolingual
καταδράχνω (Μ)
αρπάζω, συλλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀδράχνω].