καταπαλτικός
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Greek Monolingual
καταπαλτικός, -ή, -όν (Α)
βλ. καταπελτικός.
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
καταπαλτικός, -ή, -όν (Α)
βλ. καταπελτικός.