κατόπτευση

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

η (ΑΜ κατόπτευσις) κατοπτεύω
η προσεκτική παρατήρηση, η επιτήρηση συνήθως από υψηλότερο σημείο
νεοελλ.
στρ. το σύνολο ενεργειών που κάνει στρατού για την αναγνώριση τών θέσεων του εχθρού.