κατόπτευση
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Greek Monolingual
η (ΑΜ κατόπτευσις) κατοπτεύω
η προσεκτική παρατήρηση, η επιτήρηση συνήθως από υψηλότερο σημείο
νεοελλ.
στρ. το σύνολο ενεργειών που κάνει στρατού για την αναγνώριση τών θέσεων του εχθρού.