συνήθως
From LSJ
δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκνα → wretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. βλ. συνήθης.
English (Woodhouse)
(see also: συνήθης) customarily, habitually, in the usual way