συνήθως
From LSJ
οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. βλ. συνήθης.
English (Woodhouse)
(see also: συνήθης) customarily, habitually, in the usual way