κεραστίς

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

German (Pape)

[Seite 1422] ίδος, ἡ, fem. zu κεραστής, Arcad. p. 35, 19.

Greek (Liddell-Scott)

κεραστίς: -ίδος, ἡ, ἴδε κεράστης.

Greek Monolingual

κεραστίς, -ίδος, ἡ (Α)
(θηλ. του κεραστής) η Ιώ με τα κέρατα αγελάδας.