κλασματικός

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλάσμα
2. χημ. αυτός που γίνεται κατά κλάσματα («κλασματική απόσταξη»)
3. φρ. «κλασματική μονάδα» — καθένα από τα ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε η ακέραια μονάδα.
επίρρ...
κλασματικώς και -ά
με κλασματικό τρόπο, κατά τμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάσμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1749 στον Μπαλάνο Βασιλόπουλο].