απόσταξη
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
η (Α ἀπόσταξις)
νεοελλ.
φυσικοχημική διεργασία που περιλαμβάνει τη μετατροπή μιας ουσίας σε ατμό ο οποίος στη συνέχεια συμπυκνωνεται σε υγρή μορψή
(αρχ) εκροή σταγόνα -σταγόνα.