κληματένιος
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
-α, -ο
αυτός που κατασκευάστηκε ή που αποτελείται από κλήματα αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλήμα, -ατος + επίθημα -ένιος].