κοπελίτσα
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek Monolingual
η (Μ κοπελλίτσα) κοπέλα
μικρή κοπέλα.
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
η (Μ κοπελλίτσα) κοπέλα
μικρή κοπέλα.