ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
κορύθιον: ῠ, τό, ὑποκορ. τοῦ κόρυς, Γλωσσ.
κορύθιον, τὸ (Α)μικρή περικεφαλαία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + υποκορ. κατάλ. -ιον].