κοριτσίστικος
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κορίτσι («κοριτσίστικη συμπεριφορά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίτσι + κατάλ. -ίστικος (πρβλ. αγορ-ίστικος, θεατριν-ίστικος)].