κουβαλητής

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

ο
θηλ. κουβαλήτρα κουβαλώ
1. αυτός που κάνει μεταφορές
2. αυτός που εφοδιάζει το σπίτι του διαρκώς με άφθονα τρόφιμα ή άλλα αναγκαία.