κουβαλώ

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

Greek Monolingual

και κουβαλνώ και κουβανώ -άω (Μ κουβαλῶ, -έω)
1. μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, κάνω μεταφορά
2. μετακομίζω, μετοικώ («κουβαληθήκαμε στο νέο σπίτι»)
νεοελλ.
1. προσκομίζω διαρκώς και με αφθονία τρόφιμα και άλλα αναγκαία στο σπίτι, είμαι κουβαλητής
2. οδηγώ, φέρνω κάποιον ή κάτι απρόσκλητο και ανεπιθύμητο σε ένα μέρος (α. «τί μάς τους κουβάλησες μέρα μεσημέρι» β. «μού κουβαληθήκανε όλοι στο σπίτι και δεν μπορώ να δουλέψω»)
3. έρχομαι
4. αρπάζω, κλέβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοβαλεύω «μεταφέρω, κουβαλώ», με κώφωση (< κόβαλος «ληστής που μετέφερε τα κλοπιμαία». Ο τ. κουβαλνώ < κουβαλώ, με ανάπτυξη ν, όπως παρατηρείται σε πολλά υγρόληκτα ρήματα (πρβλ. παραγγέλλω: παραγγέλνω) και ο τ. κουβανώ < κουβαλνώ, με απλοποίηση του συμπλέγματος -λν- κατά το σχήμα βάλλω: βάλνω: βάνω].