Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(συν. στη φρ.) «στα κουτουρού» — απερίσκεπτα, χωρίς υπολογισμό, στην τύχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. goturu].