κρανιομαντικός
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
Greek Monolingual
-ή, -ό κρανιομαντεία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρανιομαντεία.