κρανιομαντικός
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Greek Monolingual
-ή, -ό κρανιομαντεία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρανιομαντεία.