κυκλοσοβώ
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
Greek Monolingual
κυκλοσοβῶ, -έω (Α)
περιστρέφω («πόδα κυκλοσοβεῑτε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + σοβῶ «κινώ»].
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
κυκλοσοβῶ, -έω (Α)
περιστρέφω («πόδα κυκλοσοβεῑτε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + σοβῶ «κινώ»].