πόδα

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek (Liddell-Scott)

πόδα: ἐπὶ βοῶν κ. τ. τ., ἀντίθ. πολυσχιδής, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 30. 2) ἐσχισμένος, ποδότης ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 1. 3, 2·- διῃρημένος, κεχωρισμένος εἰς δύο, κόμη Καλλίστρ. Ἀγαλμ. 7· ὁδὸς Α. Β. 35.