πόδα
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
Greek (Liddell-Scott)
πόδα: ἐπὶ βοῶν κ. τ. τ., ἀντίθ. πολυσχιδής, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 30. 2) ἐσχισμένος, ποδότης ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 1. 3, 2·- διῃρημένος, κεχωρισμένος εἰς δύο, κόμη Καλλίστρ. Ἀγαλμ. 7· ὁδὸς Α. Β. 35.